Πλαταιευς

Πλαταιευς
    Πλαταιεύς
    Πλᾰταιεύς
    -έως ὅ (pl. Πλαταιεῖς, Πλαταιῆς, ион. Πλαταιέες) платеец, житель города Платеи Her., Dem., Thuc., Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Πλαταιευς" в других словарях:

  • Πλαταιεύς — Πλαταιεῖς at Plataeae masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»